φανφαρονισμός

φανφαρονισμός
ο фанфаронство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φανφαρονισμός" в других словарях:

  • φανφαρονισμός — και φαμφαρονισμός, ο, Ν ανόητη κομπορρημοσύνη, κενή μεγαλοστομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φαμφαρονισμός — ο, Ν βλ. φανφαρονισμός …   Dictionary of Greek

  • φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»